Τέτοια μέρα, ακριβώς ένα χρόνο πριν, «έφυγε» ο Γιώργος Γεωργίου, γνωστός τοις πάσι αθλητικογράφος και cult φιγούρα. Αξίζει να μνημονευθεί το «μικρόβιο» που απέκτησε σε μεγάλη ηλικία μέσα από μια προσωπική ιστορία
Ο Γεωργίου και η μεγάλη του αγάπη, το 92άρι το Μ3. Όχι ακριβώς αυτό που βλέπετε, ένα άλλο, λευκό. Μικρής σημασίας λεπτομέρεια. Σημασία είχε ο γεροντοέρωτας
Τον Γεωργίου τον γνώρισα τελείως από το πουθενά ένα βράδυ, στο Σούνιο όπου έμενα κάποτε
«Λέω να περάσω το βράδυ μια βόλτα. Θα είναι μαζί μου ο Γεωργίου, ξέρεις, ο αθλητικογράφος. Θέλει να γνωριστείτε».
Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο Νίκος Α., ένας πρώην συνάδελφος από το «χώρο» του ειδικού Τύπου. Τελείως τρελός, έξυπνος, οδηγός με ταλέντο αλλά και που έπαιρνε και ρίσκα. Δεν έμπαινα συνοδηγός με την καμία.
Έτυχε να μιλάμε με τον Νίκο Α. εκείνη την περίοδο γιατί είχα ένα 997 Carrera S και αυτός είχε το bad ass της πορσικής οικογένειας, ένα λευκό GT3. Πώς λέμε «τα πάθη μάς ενώνουν»; Ε, αυτό ήταν το θέμα των συζητήσεών μας. Ίσως και το κουτσομπολιό για το «χώρο». Το βράδυ, λοιπόν, αργά απ΄όσο θυμάμαι, εμφανίζεται παρέα με τον Γεωργίου στο σπίτι μου
Late night show
Ο Γεωργίου, όπως τον έχετε στο μυαλό σας. Μία cult φυσιογνωμία, με τη χαρακτηριστική βραχνάδα στη φωνή, με το γνωστό ψεύδισμα και απλός.
Ο Γιώργος Γεωργίου ήταν ένας ξεκάθαρος, ορίτζιναλ τύπος. Γινόσουν γρήγορα «φίλος» του. Δεν είχε comme il faut στοιχεία, ούτε ύφος λόγω αναγνωρισιμότητας. Ακόμα και τα δόντια που του έλειπαν, όπως μου είπε, δεν προτίθετο να τα φτιάξει. Ήταν κι αυτά μέρος της φιγούρας που είχε σχηματιστεί στη συνείδηση του ραδιοφωνικού του κοινού
Όπως ίσως να ήταν και η υπενθύμιση για τον πρόωρο θάνατο του γιου του σε ηλικία τριάντα επτά ετών από σπάνια νευροφυτική ανεπάρκεια.
Όπως είχε πει κάποτε σε τηλεοπτική συνέντευξη, από τη στεναχώρια του όταν έμαθε για την αρρώστια του παιδιού του, έτρωγε ψίχα και έπεφταν τα δόντια του. Δεν μπήκαμε σε τέτοια προσωπικά θέματα με το καλησπέρα.
Επί του σημείου, λοιπόν
Ο Γιώργος Γεωργίου είχε έρθει γιατί, μέσω του Νίκου Α., είχε ακούσει πως υπήρχε κοινό «μικρόβιο».
Ο Γεωργίου, όπως μου είπε εκείνο το βράδυ, σε μια μάλλον όψιμη ηλικία (ήταν τότε γύρω στα πενήντα πέντε του) είχε ανακαλύψει το πάθος της οδήγησης.
«Έχω γίνει αρρωστάκι, το καταλαβαίνεις; Δε βλέπω την ώρα να τελειώσω τη δουλειά, την εκπομπή και να πάω έξω τη νύχτα να το οδηγήσω», είπε χαμογελώντας σε συνδυασμό με το χαρακτηριστικό σκύψιμο του κεφαλιού, λες και ετοιμαζόταν να σου ρίξει κουτουλιά
Η νέα του καψούρα
Το δόλωμα ήταν ωραίο, πισωκίνητο, δυνατό και με τιμημένο βιογραφικό. Ένα BMW M3 (E92).
Ένα αυτοκίνητο ικανό να σε μεθύσει με τα τεκταινόμενα του V8, το στροφάρισμα στα ύψη, την έφεση στο παντιλίκι, το μεθυστικό ήχο και το μιξάζ μεταξύ κομψότητας και αλητείας που εξέπεμπε.
Μόνο που ο Γεωργίου, όπως συχνά συμβαίνει σε καψουρεμένα παλικάρια μιας κάποιας ηλικίας, είχε πέσει με τα μούτρα. Λες και δεν αρκούσαν οι 420 ίπποι του Μ3, είχε βάλει μέχρι και επώνυμο υπερσυμπιεστή (supercharger) για να γίνει ακόμα πιο δυνατό. Αν δεν απατώμαι, με περισσότερα από 550 «άλογα», το M3 του Γεωργίου ήταν ικανό να τον κάνει να ξενυχτά για πάρτη του, να τον μυεί στα μυστικά του και να το ταΐζει αφειδώς βενζίνη
Ήδη σε στοκ μορφή όταν το πίεζες το Μ3, έκαιγε κάποια +18λτ/100 χλμ.
Το λέω γιατί το ‘χα αργότερα ως προσωπικό αυτοκίνητο – αυτό των φωτό. Φαντάσου, λοιπόν, με την αναβάθμιση τι έκαιγε όταν το πήγαινες τέζα. Όμως, τεσπά, αυτά δε μετράνε όταν κάτι σε κάνει να αισθάνεσαι ξανά νέος.
Ο Γεωργίου είχε βρει έναν απροσδόκητο έρωτα και το ‘λεγε και το ξανάλεγε.
Το βράδυ εκείνο πήγαμε μια βόλτα στους ερημικούς χειμωνιάτικους δρόμους γύρω από το Σούνιο. Ψυχή ζώσα, γκάζι, στροφιλίκι, αντροπαρέα. Καλή φάση. Την επόμενη φορά, πάλι με τον κοινό φίλο, πήγαμε να τον «μαζέψουμε» από το Λαύριο. Ήταν πάλι αργά το βράδυ. Είχε μείνει με το BMW
Το μπλα-μπλα
Τέλος πάντων, μιλήσαμε ξανά τηλεφωνικά μερικές φορές, την περίοδο που δούλευε στο Real FM.
Θυμάμαι μια μέρα που με πήρε τηλέφωνο γιατί του ‘χε κάνει εντύπωση ένα άρθρο για ένα πολύ δυνατό, γύρω στους 1.200 ίππους, Porsche 911 Turbo (997) που είχε τύχει να οδηγήσω και να γράψω εκείνη την εποχή.
«Βρε μπαγάσα (σ.σ. με παχύ το σίγμα), το διάβασα και ήταν σα να ‘μουν στο αριστερό κάθισμα», είπε στο τηλέφωνο
Πιο μετά μιλάγαμε για την κατάσταση με τον Χατζηνικολάου, γενικώς παραλειπόμενα της δουλειάς.
Το κεντρικό όμως ζήτημα που ήξερε ότι με ενδιέφερε ήταν το μικρόβιο της οδήγησης. Και ο Γεωργίου, από την πλευρά του, είχε αρχίσει να «μολύνεται» από το ίσως αχρείαστα τόσο δυνατό αυτοκίνητο. Δυστυχώς πριν προσβληθεί απ’ αυτό που τελικά τον σκότωσε. Θα τον θυμάμαι. RIP
Photo: 4Drivers
Το 4Drivers δεν ταυτίζεται κατ΄ανάγκην με τις απόψεις των αρθρογράφων που φιλοξενεί, ενώ, ταυτόχρονα, ενθαρρύνει την ελευθερία γνώμης των contributors προς μια ευρύτερη αντίληψη της αυτοκίνησης.