Αγγελίες τυπικές, ευφάνταστες, ψωνισμένες, κι άλλες για viral. Η Ελλάδα επιμένει να ζει μέσα (και) από αυτές. Και, για κάποιο περίεργο λόγο, αρέσουν
Πήρες ενα πολύ καλό αυτοκίνητο που ονειρευόσουν από μικρός. Το αγαπάς. Θέλεις να το κρατήσεις. Το «σούπερκαρ» είναι στην ουσία ένας πίνακας. Ο πίνακας είναι ακριβός και πρέπει να είναι φροντισμένος, χωρίς σκόνη, σε καλή θερμοκρασία και να μην χαλάει.
Αν είχα σπουδάσει οικονομικά ή είχα στερηθεί κάποια πράγματα, θα έλεγα οτι τον πίνακα πρέπει να τον κρατάς άθικτο για να κρατάει την αξία του και να μεταπωληθεί.
Όχι κύριοι, ο συλλέκτης δεν γίνεται συλλέκτης για να ξαναπουλήσει, γίνεται συλλέκτης γιατί κάτι του τη δίνει αναίτια μέσα του να συλλέγει. Ένστικτο είναι, όπως η αναπαραγωγή, η πείνα, η διαιώνιση του είδους στην «τελική»
Ο συλλέκτης αγοράζει για να μην πουλήσει, αλλά για να βιώνει ορμονική υπερέκκριση και παραπλήσιες γενετήσιες υποσυνείδητες λειτουργίες, απλά και μόνο γιατί έχει κάτι. Αν και υπερβολικά πιο πτωχοί από εμάς στα συνώνυμα οι Αγγλοσάξωνες, it’s all about just owing something, το «έχειν», θα τολμούσα να πω σε απαρέμφατο στην ελληνική γλώσσα που διδαχθήκαμε οι παλιότεροι.
Ο ιδιοκτήτης φτιάχνεται μόνο και μόνο γιατί έχει κάτι λοιπόν. Για να το έχεις, όμως, πρέπει και να το φροντίζεις. Να το αγαπάς, όχι να γίνεσαι μικροαστικός γκομενικός μετροσέξουαλ που το καθαρίζει και το γυαλίζει και το κερώνει σαν τη 18χρονη που ανακάλυψε το ρουζ και τη μάσκαρα και βάφεται εν κινήσει στο καθρεφτάκι του μινι κούπερ, προσπαθώντας να παίξει λίγο το σκιάδιο ώστε να κάνει καλή επαφή και να δουλέψει το λαμπάκι.
Να το αγαπάς σημαίνει –όπως διαχρονικά σήμαινε σε κάθε πολιτισμό- να σέβεσαι κάτι. Να περνούν τα χρόνια και να θέλεις να μη γράψει πολλά χιλιόμετρα, να μην κουραστεί μέσα στην πόλη, να μην τζαρτζάρεται από κάθε μηχανόβιο παπακολάτρη που κάνει σλάλομ ανάμεσα στις λωρίδες για να κερδίσει τελικά και συνολικά 2,5 λεπτά μέχρι να παραδώσει την παραγγελία, ώστε τελικά να του μείνει χρόνος για φρεντάκι μακιάτο (στα χρόνια μου το λέγαμε καφε με λίγο γάλα, αλλά δε βαριέσαι, ήρθε η ανάπτυξη του 2004)
Ο ίδιος τύπος που ζητάει 15άρι ουίσκι με «κοακόλα», κάτσε ρε μεγάλε, πόση διαφορά γεύεται ο κάλυκας στη γώσσα όταν το αραιώνεις με «κοακόλα»;
Τελικά, λοιπόν, λες να το κρατήσεις σχετικά αναλλοίωτο στο χρόνο, να μην το οδηγείς συχνά και να το βγάζεις σπάνια –ή εν πασει περιπτώσει- επιλεκτικά όπως τότε που ντυνόσουν και έβαζες ζελέ με μουσική στη διαπασών γιατί θα έβγαινες πρώτο ντέιτ με το κορίτσι που σου έιχε πάρει τον ύπνο, όχι κακά, με την καλή έννοια, που της τον χαράμιζες βρε αδερφέ γιατί η μέρα σου με την αδρεναλίνη και το καρδιοχτύπι κρατιόταν και με λιγότερες ώρες ύπνου.
Οι λύσεις: ταξί ή δεύτερο αυτοκίνητο, μικρό / πόλης / κουβάς και άλλα συνώνυμα και χρηστικά.
Μιας και δυστυχώς δεν υπάρχει πλέον σε μεγάλη ζήτηση η Καθημερινή της Κυριακής με τις αγγελίες στο οπισθόφυλλο, ανοίγεις τα σάιτ και αρχίζεις. Βάζεις κριτήρια, χλμ, χρονολογία και κανα έξτρα αξεσουαρ και σερτς. Και βγαίνουν τα μπουμπούκια.
Ο καθένας ψάχνει ό,τι θέλει, αλλά, ρε παιδιά, κρίμα να αφήσεις στην άκρη το supercar για να πας σε «κουβά», οπότε ψάχνεις το spicy μικρό, το γκαζάτο με χαρατήρα, ταχύτητα ή έστω ρετρό. Άκης από Χαιδάρι, κύριος Πέτρος από Εκάλη και άλλα συναφή ονόματα με ΤΚ μεγαλο- ή μικρο-αστικό. Χου κέιρς;
Σενάριο 1ο. Μιλάμε για τηλέφωνο σε αγγελία…
– Καλησπέρα σας, χίλια συγγνώμη που ενοχλώ Σάββατο, απλώς έτρεχα μέσα στην εβδομάδα. Για το αυτοκίνητο παίρνω…
– «Έλα, φιλαράκοοοοοο μου (φωνή από ξενύχτι στυλ παλιού ρεμπετάδικου), δεν ενοχλείς –ενικός καπάκι- να σου πω, φίλε μου. Σφυρήλατο μοτέρ και το αυτοκίνητο πάει τρένο» (τα μόνα τρένα που πάνε πολυ γρήρορα είναι το Shinkansen που είχα μπει στην Ιαπωνία και το TGV στη Γαλλία) αλλά μάλλον και του φιλαράκου εδώ. «Μετά το σφυρί (σφυρήλατος κινητήρας) είναι σφαίρα».
Από τη μια λέω κάτσε ρε φίλε, μιλάω τυπικά και ευγενικά και ο άλλος με λέει φιλαράκο, από την άλλη μαγεύομαι από την άνεση που μπορείς να χτίσεις σε αυτή τη μικρή κουκίδα του χάρτη, την Ελλαδάρα και από το πόσα κοινά μπορείς να βρεις με έναν άσχετο τύπο που του αρέσουν και αυτού τα αυτοκίνητα και η ταχύτητα.
Το παιδί που εικάζω οτι είναι 35 και τρώει μουσακά από την μητέρα του την ώρα που τελειώνει από το φρεαπεδάκι στο λόκαλ τρέντυ καφε-μπαρ και πάει σπίτι και που της τον έχει προπαραγγείλει από το πρωί και που όσο και να τον λένε μαμάκια έχει μπέσα και τσίπα. Τουλάχιστον στο τηλέφωνο.
Έχει, μάλλον, βγάλει γυμνάσιο ή λύκειο με το ζόρι, είναι απλός, αλλά μαγικά άμεσος και ευθύς, λίγο-πολύ λεβέντης και, αν γουστάρεις, πίνεις και καφέ μαζί του και γίνεται και κολλητός σου, ανεξάρτητα από τα δικά μου διδακτορικά και τις σπουδές. Το ίδιο παιδί που σου κατεβάζει σαν Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα (νυν Wikipedia) όλη την αυτοκίνηση και τη δυνατότητα που έχει ο στρόφαλος να υπερτρφοδοτεί.
Ένας κόσμος παρόμοιος -επιτρέψτε μου την παρομοίωση- με τις ορμόνες που δίνουν στο ντόπινκγ, αυτές που όσα χρόνια κι αν σπουδάζεις ενδοκρινολόγος, δεν πιάνεις με τίποτα τα μίγματα που φτιάχνουν οι γυμναστηριάκηδες με αυξητικές και ανδρογόνα.
Και το κυριότερο, χωρίς να έχει δεδομένα, χωρίς να είναι μηχανικός, αλλά κουβαλώντας την γνώση του δρόμου, της εμπειρίας και της πληροφορίας που πήρε όταν ξόδεψε άπειρα Σάββατα να χαζεύει τα φιλαράκια του να «πειράζουν» μοτέρ και να βγαίνουν στη Χαλκίδα στην ευθεία να τα «στήνουν» για να δυναμομετρήσουν με ένα απλό κινητό τις αλλαγές στη χειροκούνα (μοντέρνα διάλεκτος της μηχανολογίας).
Σενάριο 2ο. Αγγελία, ξανά.
– Καλησπέρα σας, χίλια συγγνώμη που ενοχλώ Σάββατο, απλώς έτρεχα μέσα στην εβδομάδα. Για το αυτοκίνητο παίρνω… (copy that).
– «Καλησπερα. Ναι. Το αυτοκίνητο είναι όπως στις φωτογραφίες, δεν παζαρεύω την τιμή, μου στοίχισε όταν το αγόρασα, οπότε δεν το χαρίζω».
Εγώ, η άλλη άκρη του τελεκόμ, δεν έχω μιλήσει ακόμη, απλώς ακούω το ποίημα σαν αυτό που μου προμοτάρουν δωρεάν απολέπιση και ένα πρόγραμμα ασφάλειας που στοιχίζει φθηνά και η κλήση καταγράφεται.
Κρατάω ψυχραιμία, λέω κάνε το γλυκούλη και προσπάθησε να του το εκθιάσεις. «Ναι, όντως φαίνεται πολύ καλό και το ξεχώρισα ανάμεσα σε άλλα, έχετε δίκιο». Άιντε να το καταπιω και αυτό, με την προοπτική να το δούμε, αλλά, μεγάλε, ΟΧΙ ο κύριος δεν μετακινείται, «το αυτοκίνητο αυτό είναι. Αν θέλεις πήγαινέ το απ’ ευθείας για τσεκάρισμα, τι να δεις μου λέει, αν σου αρέσει ας το ελέγξουμε τεχνικά χωρίς να το δούμε».
Και εγώ, ο καημένος, διερωτώμαι, εσύ –περίεργε κύριε- θέλεις να πουλήσεις; Πόσο νομίζεις ότι το δικό σου μοτέρ αξίζει περισσότερο από άλλα; Κι αν δεχθούμε ότι όντως είναι καλό, η αγορά και η πώληση θέλει κυνήγι, θέλει μια μικροαβαρία να πας και μέχρι το κέντρο (αν είμαστε από διαφορετικές περιοχές) να το δούμε και διακριτικά (με προσοχή) να κάνουμε μια βόλτα να δούμε το τιμόνι και τους τριγμούς. Μάθε, κύριε, ότι ο οδηγός πρώτα οδηγεί, μετά νιώθει και τελικά αξιολογεί με ένστικτο και με την ενέργεια που αφήνει στα χέρια του το τιμόνι και στα πόδια του το γκάζι.
Σενάριο 3ο. Είδες εθισμό που δημιουργεί το ζήτημα;
– Καλησπέρα σας, χίλια συγγνώμη που ενοχλώ Σάββατο, απλώς έτρεχα μέσα στην εβδομάδα. Για το αυτοκίνητο παίρνω (ο πρόλογος διεκδικεί, πλέον, δικαιώματα).
Όχι, αυτός ο διάλογος είναι virtual, αυτόν δεν τον πήρα, γιατί στην αγγελία φαινόταν οτι είχε μαλώσει με τον εαυτό του και με το milky way ολόκληρο.
«Το αυτοκίνητο, γι΄όσους ξέρουν τις λεπτομέρειες και διαφορές», έγραφε η αγγελία, «είναι το τελευταίο facelift. Όχι άσκοπα παζάρια, τιμή αδιαπραγμάτευτη, όχι άσκοπα τηλέφωνα και αποκρύψεις». Άκου «για όσους ξέρουν»! Σιγά, ρε μεγάλε, πούλα το και σε κάποιον που δεν ξέρει, η γνώση ευτυχώς δεν φορολογήθηκε ακόμη, θα πληρώσει ο άνθρωπος, δεν θα δώσει για Μπακαλορεά. Δεν ξέραμε να μάθουμε απ’ έξω τους πίνακες χαρακτηριστικών και διάκοσμου πριν δούμε τις αγγελίες
Είπα να το αφήσω καμιά μέρα που έχω όρεξη να πλακωθώ, να τον πάρω και να του πω είμαι ένας κύριος που κάνει άσκοπα τηλέφωνα και άσκοπα παζάρια, για να τη σπάει σε κάτι τύπους που νομίζουν πως ό,τι φρόντισαν σχολαστικά με πλύσιμο Κυριακή πρωί (με λάστιχο και σαμπουάν) θα πρέπει να υπερτιμάται λες και είναι Aston Martin.
Μα, ρε φίλε, όταν βλέπεις τέτοια αγγελία και τέτοιες εκφράσεις, απλώς κάνεις backpage και πας σε άλλο κείμενο, από κάποιον λιγότερο θυμωμένο, πιο καλοσυνάτο. Μείνε με το κείμενό σου, φιλαράκο, να νομίζεις ότι κάνεις μάθημα με βέργα σε τάξη του ’60 να τιμωρούν τα παιδιά που δεν ήξεραν την πρωτεύουσα της Τσεχοσλοβακίας (έπεσε το καθεστώς, η χώρα έσπασε στα δύο, η βέργα ξεπεράστηκε μεγάλε…).
Tελευταία και καθόλου αμελητέα, η κατηγορία του έξυπνου, μάγκα πωλητή που διανθίζει το κείμενό του πανέξυπνα με ένα λογύδριο, είτε μελοδραματικό (ότι, δηλαδή, πουλάει λόγω δυσβάσταχτων φόρων κτλ αλλά με πολύ εύστοχο χιούμορ), είτε σεξιστικό-προσωπικό, λέγοντας ότι η γυναίκα του θα τον χωρίσει με το κάμπριο και ότι πια τελείωσαν τα ψωμιά του στην πιάτσα και ότι θέλει καποιος άλλος να συνεχίσει το (προ)γονιμοποιητικό του έργο στη φύση, αφού αυτός πέρασε στο γονιμοποιητικό στάδιο και περιμένει παιδάκι…
Πόση έμπνευση σε αυτόν τον πονεμένο τόπο! Δεν ξέρω εσάς, εμένα με γεμίζει με αισιοδοξία οτι ο Έλληνας είναι ακάθεκτος και γουστάρει, μπορεί και έχει το κουράγιο να γίνεται τόσο εμπνευσμένος και δημιουργικός, άλλοτε για να πουλήσει, άλλοτε για να γίνει viral και να χαρίζει (στην κυριολεξία ανιδιοτελώς και δωρεάν) γέλιο σε κόσμο χωρίς να ζητάει αντάλλαγμα- η επιτομή της ανιδιοτέλειας σε μια χώρα που ακόμη μπορεί και (χαμο)γελά.
Έχει πλάκα το μεταχειρισμένο, όχι γιατί πουλάει ο κόσμος, και καλά κάνει, αλλά γιατί μέσα από ενα τηλέφωνο ανοίγει αυτή η μαγική επαφή με την ψυχολογία, την προσωπικότητα και την εκάστοτε διάθεση του καθενός.
Έχει πλάκα γιατί πρακτικά, όσο κι αν δεν θέλουμε να το δεχθούμε, το αυτοκίνητο το διαλέγουμε από το τηλέφωνο και από την ευγένεια και το ήθος του απέναντι, εξ ού και το διάσημο ρητό «σε αυτόν δεν το πουλάω, όσα και να μου δίνει / δεν το αγοράζω, ρε φίλε, θα μου βγάλει το λάδι στη συναλλαγή».
Είναι η ενέργεια σ’ αυτόν τον τόπο που τα κάνει όλα ωραιότερα ή μη, ξεχωριστά ή μη αλλά και γενικά που μας χαρακτηρίζει.
Είναι ο ελληνάρας που γίνεται φίλος, που ανοίγει άμεσα στον ενικό και που σε φέρνει κοντά και στο τέλος σου λέει, «ρε Κωστή, και να μην το πάρεις το αμάξι, γουστάρω να πιούμε και έναν καφέ ή να φέρω τη γυναίκα μου στο ιατρείο σου».
Είναι ο ευλογημένος αυτός τόπος που ό,τι κρίση και να φάει, θα τραβάει πάντα τους δικούς του ρυθμούς, θα κινείται ακόμη και στο Nürburgring με τη δική του ταχύτητα, με τον φραπέ και με το ποτάκι, με την οικειότητα και με την ροπή ενός κινητήρα που μας κρατά ακόμη ζωντανούς στην κρίση.
Είναι συναρπαστικό να γίνεσαι φίλος και ομοθιασώτης με έναν τύπο, στην άλλη μεριά της πόλης, που αγαπάει τις τέσσερις ρόδες όσο και εσύ και που τελικά χαίρεται να στο πουλήσει, καμαρώνει το μικρό τουρμπάκι του να πάει σε καλά χέρια και να συνεχίσει να αγαπιέται.
Όσοι τα αγαπάτε τα αυτοκίνητα, θέλετε να ξέρετε ότι η «λέιντυ» σας συνεχίζει να περνά ωραία και στα επόμενα «χέρια».
Photo: 4Drivers
Το 4Drivers δεν ταυτίζεται κατ΄ανάγκην με τις απόψεις των αρθρογράφων που φιλοξενεί, ενώ, ταυτόχρονα, ενθαρρύνει την ελευθερία γνώμης των contributors προς μια ευρύτερη αντίληψη της αυτοκίνησης.