Η γλώσσα του δρόμου. Ή αλλιώς, το αργκό ευαγγέλιο (updated)

Post date:

Author:

Category:

 Η γλώσσα, οι κωδικοί και το λεξικό του δρόμου. Είσαι διαβασμένος;

mitsubishi-evo

Ανοίγω: η κόντρα, («άνοιξε ο Τάσος με το Celica με τον Παύλο με το S3»). Από ‘δώ ξεκινούν όλα. Εξ ου και αρχίζει από το γράμμα άλφα. 

Απλώστρα: η φτερούγα, η αεροτομή (στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου). Ουσιαστικό που προήλθε κυρίως από τις ιαπωνικές rally replica (βλ. Impreza, Evo) και επεκτάθηκε ως γενικότερος όρος.

Βαγγέλης: ή και Vagέλης. «Greeklish» όρος αναφερόμενος στα αυτοκίνητα της VW, προερχόμενος από την εταιρική συντομογραφία V.A.G. 

Βουνό: η Ριτσώνα. Για τους αμαθείς, το γνωστό βουνό πριν φτάσεις Χαλκίδα. Διοργανώνεται εκεί η ομώνυμη ανάβαση. Στο τέλος μαζεύεις και ρίγανη η οποία αφθονεί. 

Γαμπρός: πολλαπλές έννοιες. Συνήθως και «Λέζας» (βλ. παρακάτω) αλλά και αυτός που κινείται πολύ αργά.

Δικαστήριο (όπως και Δίκη): η κόντρα. Εδώ κρίνονται όλα.

Δικαστής: ο νικητής της «Δίκης». 

Εντερπράϊζ: καμπίνα ή ταμπλό αυτοκινήτου που έχει διαμορφωθεί με διαστημικό interior design. Τίγκα στα όργανα, όργανα και στα A-pillars (βλ. εμπρός κολώνες), λαμπάκια, λεντάκια, ο μόνος που λείπει είναι ο Mr. Spock. 

Ζουμιά: o εξοπλισμός του αυτοκινήτου με NOS, nitro. Ζωτικό υγρό για Need for Speed καταστάσεις.

Καβούρι: ουδεμία σχέση με το συμπαθές οστρακοειδές ή το ακόμα πιο συμπαθές νότιο προάστιο της Αθήνας. Το «καβούρι» είναι «κωλοφτιαγμένο» και συνήθως απαντάται σε χαμηλού προϋπολογισμού οχήματα, τύπου παλιές Corolla, 106 Rallye κλπ. Εσχάτως, ωστόσο, ο όρος τείνει να αντικατασταθεί με τον «κροκόδειλο».

Καρφωτή: η αλλαγή ταχύτητας στο κιβώτιο χωρίς να αφήσεις γκάζι. Συνδυάζεται με μεταλλικούς από γρανάζια που σφαδάζουν.

Καρότσα: η απόσταση μεταξύ δύο (ή περισσότερων) οχημάτων κατά την κόντρα.

«Vagέλης ήρθε μπαρομένος με ζουμιά, απλώστρα και κατέβηκε στην Κρυφή να ανοίξει με κροκόδειλο και ενώ ξεκίνησε μετρημένος, πηγαίνανε μετά κόπιες μέχρι που έσκασαν μύτη οι Τσέοι και δεν είχαμε δικαστή. Τι να σου εξηγώ τώρα…”

Κολώνα: η απόσταση που δημιουργείται μεταξύ των οχημάτων και αναφέρεται στις όμορες κολώνες φωτισμού. Συνήθως αντιστοιχεί με 3 -4 αυτοκίνητα. Εκτός αν οδηγείς νεκροφόρα (βλ. παρακάτω).

Κονσέρβα: όρος αναφερόμενος σε πρόγραμμα της E.C.U. (Εlectronic Cοntrol Unit) που δεν φτιάχτηκε πάνω στο αυτοκίνητο αλλά αγοράστηκε έτοιμο. 

Κόπιες: όρος κοπτοραπτικής, φωτοτυπιών και λοιπών αντιγράφων. Σημαίνει πως τα αυτοκίνητα στην κόντρα δεν είχαν διαφορές, ήταν ισοδύναμα (βλ. ”πηγαίνανε κόπιες”).

Κουλομαρία: Ο άσχετος με την οδήγηση, ο «ανάπηρος”.

Κούφιο: όχημα που κινείται εκτός ωφέλιμης περιοχής κινητήρα, εκτός φάσματος ροπής (βλ. ”είναι κούφιο χαμηλά”).

Κόφα: αργό, δεν πάει βήμα, το ψόφιο.

Κάφτης: ο μη λυπούμενος το όχημα, αυτός που του αλλάζει τα φώτα, που το οδηγεί σαν να το ΄χει κλέψει.

Κροκόδειλος: το πολύ πειραγμένο.

Κρυφή: γνωστό στέκι για κόντρες, κάπου στο Σχοινιά. Ως κρυφή, οφείλουμε να τη σεβαστούμε και να παραμείνει ως τέτοια. Αλλιώς θα αναφερόμασταν στην Παναγιά τη Φανερωμένη.

Λέζας: λαϊκός, κατά βάση, τύπος με εξ ίσου ή ακόμα περισσότερο λαϊκό αυτοκίνητο. Ιδανικά με BMW E36, δίπορτη, τέρμα χαμηλωμένη, καγκουράδικη. Ο όρος προέρχεται από το ουσιαστικό ”λεζάντα” που, μη έχοντας καμία σχέση με την επεξεργασία κειμένου, εννοεί ”κατάσταση λεζάντας”. Δηλαδή κάτι που πρέπει να φαίνεται. Κοινώς να «κάνει κρα” αλλά επί της ουσίας πρόκειται για αυτοκίνητο υπόγειου επιπέδου. Κοινώς ”μπουρούχα”. 

Μαμά: το τελείως ορίτζιναλ, όπως το ‘βγαλε το εργοστάσιο, η «μάνα» του. 

Μετρημένο: εννοείται το «μετρημένο φανάρι» δηλαδή αυτό που δεν περιμένεις να ανοίξει πράσινο αλλά ξέρεις πόσο ακριβώς διαρκεί το κόκκινο και μετράς από μέσα σου έχοντας ένα ελάχιστο, έστω, προβάδισμα στην εκκίνηση. 

Ξένα: οι προβολείς Xenon. Ή τύπου Xenon. Όσο πιο «τύπου» και αρύθμιστοι είναι, τόσο πιο γρήγορα στέλνεις στο οφθαλμιατρείο τους απέναντι. Mακριά από τέτοιους.

Μπαρομένο: το εφοδιασμένο με roll bar, επί το ελληνικότερον με κλωβό ασφαλείας. 

Mπουσάτοι: η αριστοκρατία των Alfaromeάκηδων. Ο όρος απαντάται σε κατόχους Alfa με V6 κινητήρα και «προέρχεται» από τον Giuseppe Bussο, τον τεχνικό διευθυντή της Alfa Romeo αλλά και της Ferrari, ο οποίος «πιστώνεται» τον V6 κινητήρα που πρωτοεμφανίστηκε στην Alfa 6 το 1979.

Nάσα: το αυτοκίνητο που είναι φορτωμένο με ηλεκτρονικά. ESP, PDCC, VSA, Active Diff και πάει λέγοντας («στην τελευταία γενιά το κάνανε NASA το αμάξι, άσε, ξενέρωσα…»).

Νεκροφόρα: το station wagon. 

Ξυραφιασμένη: η τουρμπίνα με πειραγμένα πτερύγια.

Οικόπεδο: ακριβέστερα, «αγόρασα οικόπεδο». Έκανα έξοδο, βγήκα απ’ το δρόμο. 

Όρκα: ουδεμία σχέση με το μεγαλύτερο θηλαστικό στον πλανήτη. Αλλά οι «Ρομεάκηδες» έτσι αποκαλούν την Alfa Romeo Brera λόγω του φουσκωμένου της οπίσθιου μέρους. 

Πέντε – Ένα: το αυτοκίνητο που είναι πέντε μέρες συνεργείο και μία έξω. Η Κυριακή είναι της αναπαύσεως.

Περίπτερο: το πολυμορφικό, το MPV.

Πετρόλιο: αργκό εκφορά του «πετρέλαιο», του diesel (βλ. «πετρόλιο το πήρες το Golf;»)

Πριόνι: το αυτοκίνητο που γαζώνει. Ξυρίζει. Πάει τέζα. 

Σκάφη: το κάθισμα μπάκετ. Όχι τύπου μπάκετ, ανακλινόμενα και άλλα μετροσέξουαλ. Ο όρος αναφέρεται στον αγωνιστικό «κουβά» με σταθερή πλάτη. Άν μπεις και σου περισσεύουν μερικά κιλάκια, δύσκολα βγαίνεις («δικέ μου, σφήνωσα στη σκάφη, άσε πρέπει να κόψω τα βρώμικα το βράδυ…»).

Σκοτάδια: επίσης γνωστό στέκι για κόντρες, κοινωνικοποίηση των νέων και άλλα τέτοια συμπαθή. Θα τη βρεις κάπου έξω από το Πικέρμι. Ο χαμηλός φωτισμός ενδείκνυται και για γνωριμίες. 

Σχεσάτο: οι αλλαγμένες σχέσεις μετάδοσης, πάντα πιο κοντές για καλύτερη επιτάχυνση  («το ΄κανα το Honda σχεσάτο και πυροβολάει»). 

Στάβλος: το απεριποίητο αυτοκίνητο, εντός και εκτός. Συνώνυμο του «κοτέτσι». 

Στανσάρω: το τέρμα χαμηλομένο, αυτό που το «στήνεις» για αισθητικούς κυρίως λόγους.

Σφυρί: το σφυρίλατο μοτέρ. Αντέχει, δεν σπάει, είναι gladiator

Σώβρακο: το απαλλαγμένο από τα περιττά, χωρίς πολυτέλειες. Χρησιμοποιείται ωστόσο και για περίπτωση ατυχήματος όπου το όχημα έγινε λιώμα.

Τάπα: πηγαίνοντας όσο πάει. Κοινώς, «πάω τέζα». Κι ο θεός βοηθός.

Τάφος: το αργό. Αλλιώς, «δεν πάει βήμα».

Τζίνες: οι βενζίνες. Τζάμπα οι τζίνες: τσάμπα η βενζίνη. Ο όρος είναι απαξιωτικού χαρακτήρα και συναντάται όταν δεν αξίζει καν να μπεις σε διαδικασία κόντρας με κάποιον. 

Τραπέζι: το πάνσκληρο αυτοκίνητο. Αναρτησιακά, εννοείται. Αν έχεις πρόβλημα με τη μέση, μεσοσπονδύλιους, γενικώς δισκοπάθειες και τρίτες ηλικίες, το αποφεύγεις όπως ο διάολος το λιβάνι.

Τσέοι: οι μπάτσοι. Συντετμημένος όρος του «μπατσέοι». Χρήσιμη εφαρμογή για ταχύτατη συνεννόηση άμα τη εμφανίσει.

Τσουλητή: κόντρα που ξεκινά με τα αυτοκίνητα ρολαριστά, κοινώς «άνοιγμα από roll». Δεν καταπονεί συστήματα μετάδοσης. Προτιμητέα για να μη γυρνάς σπίτι με το ημιαξόνιο υπό μάλης.

Φαράσι: ξύστρα, το κάτω μέρος της μπροστινής αεροτομής

Φιδέμπορας: ο λέγων τερατώδη ψεύδη για τις οδηγικές του ικανότητες ή του αυτοκινήτου του («έστριψα Λουμπάρδα αριστερή με 180 στο βρεγμένο, διορθώνω για πλάκα και μετά το πράμα τρένο»). Προέρχεται από το απεχθές ερπετό που, καθώς είπε το αρχετυπικό ψέμμα στην Εύα, προκάλεσε την πτώση της ανθρωπότητας.

Φ.Π.Ε.: Ο συνδυασμός «φίλτρο» – «πρόγραμμα» – «εξάτμιση». Το θυμάσαι εύκολα αντικαθιστώντας το «α» με «ε» από το γνωστό Φ.Π.Α. που πάλι καθυστέρησες να πληρώσεις.

Χεράς: Ο έχων οδηγικό ταλέντο. Το αντίθετο της Κουλομαρίας (βλ. παραπάνω)

Χοντροκάλαμα: επίθετο αναφερόμενο στη διάμετρο της μπουκάλας του αμορτισέρ. 

Ψαρίλα: η μυρωδιά του καμμένου ελαστικού («έκανα burn out με τη μπέμπα και μύρισε ο τόπος ψαρίλα).

ΥΓ Με την ευγενική υποστήριξη των συνεργατών γλωσσολόγων «labros33» και «spresv».

Photo: Google

Το 4Drivers δεν ταυτίζεται κατ΄ανάγκην με τις απόψεις των αρθρογράφων που φιλοξενεί, ενώ, ταυτόχρονα, ενθαρρύνει την ελευθερία γνώμης των contributors προς μια ευρύτερη αντίληψη της αυτοκίνησης.

Διαβάστε μας (και) στο Protagon

Ίσως να σ’ αρέσει