Μία υπέροχη κλασική Alfa Romeo 1750 GT Veloce σε μια αγαπημένη ελληνική διαδρομή. Η εμπειρία ενός επαρχιακού vintage story
Η διαδρομή είναι γνωστή στους petrolheads. Μια απ`τις πιο όμορφες στην Ελλάδα, με μεγάλες υψομετρικές διαφορές και μια φύση-όνειρο. Ατόφια ελληνική. Στις δόξες της δε αποτελούσε κομμάτι του παλιού, θρυλικού ράλι Ακρόπολις
Τώρα πια το Καλαμάτα-Σπάρτη είναι ένας παραμελημένος δρόμος που επιλέγουν μόνο κάποιοι εναπομείναντες ρομαντικοί της οδηγικής ευχαρίστησης. Και ναι, είμαστε από αυτούς
Στο βενζινάδικο που σταμάτησα, ο εξηντάρης ιδιοκτήτης, σχεδόν πετάχτηκε από τη καρέκλα που καθόταν. Tον παρακολούθησα καθώς «χάιδευε» με τα μάτια του το αμάξωμα της ιταλίδας.
«Καλό μεσημέρι» του είπα, αλλά απάντηση δεν πήρα.
Το ενδιαφέρον του είχε επικεντρωθεί αλλού. Ξεκλείδωσα την τάπα, τον ρώτησα αν μπορώ να γεμίσω μόνος μου βενζίνη, μου ‘γνεψε «ναι» και συνέχισε να την περιεργάζεται.
Μνήμες από Τατόι
«Με γύρισες τριάντα χρόνια πίσω, ρε παλικάρι, τότε που αυτά τα αυτοκίνητα ήταν στις δόξες τους»
«Εξακολουθούν να είναι. Αρκεί να ξέρεις», του απάντησα.
«Δεν έχεις άδικο», αποκρίθηκε.
«Τα έζησα, πήγαινα και στο Τατόι. Τότε έστριβαν με τον εμπρός εσωτερικό τροχό πενήντα πόντους στον αέρα και τα μοτέρ τους ακουγόντουσαν χιλιόμετρα μακριά»
Το πολύτιμο υγρό γέμισε το ρεζερβουάρ. Καθώς του έδινα τα χρήματα πρόσεξα ότι το βλέμμα του είχε χαθεί στις αναμνήσεις.
Στη δεύτερη περιστροφή της μίζας ο αλουμινένιος κινητήρας με τους δύο επικεφαλής εκκεντροφόρους παίρνει μπροστά.
Κοιτάζω τους δείκτες πίεσης λαδιού και θερμοκρασίας νερού. Όλα σωστά. Μια ξερογκαζιά καθαρίζει τα δύο διπλά Weber και αφήνει ένα χαμόγελο στα χείλη του.
«Είναι γνήσια δεκαεφτά πενήντα;», ρωτά.
«Ναι».
Τον χαιρέτησα και καθώς απομακρυνόμουν τον είδα από το καθρέπτη να βγαίνει ως το δρόμο. Του χάρισα αλλαγή σε 2η στις 6,000 στροφές και 3η κάπου ‘κει. Το μυαλό του είχε σίγουρα μείνει σε κάποιο Τατόι.
Απ`το κέντρο της Σπάρτης, αριστερά για Ταΰγετο μέσα απ`τους στενούς δρόμους της Μαγούλας για Τρύπη. Από τον καθρέπτη αποχαιρέτησα το λακωνικό κάμπο καθώς έστριβα αριστερά μετά το τελευταίο σπίτι.
Το οδόστρωμα είναι σχετικά καλό και ομαλό, τα παράθυρα κατεβαίνουν ως τη μέση, η μουσική των Led Zeppelin και των Deep Purple αντιμάχεται το ρούφηγμα των διπλών Weber και τη μπάσα μελωδία της εξάτμισης που αντηχεί από βράχο σε βράχο
Στενό γεφυράκι, στο κιβώτιο 3η μέχρι τις 5000σαλ, κατέβασμα σε 2η με διπλό συμπλεκτάρισμα. Είναι γνωστή η ευαισθησία των συγχρονιζέ στις κλασικές Alfa Romeo. Χρειάζονται προσοχή και σωστή χρήση
Ανάβαση με το γκρεμό αριστερά και τα βράχια δεξιά.
Κινούμαι σβέλτα. Το τοπίο συμβάλει στη ψυχική διάθεση και εγώ προσπαθώ να «ρουφήξω» κάθε εικόνα που σχηματίζεται μπροστά μου. Οδηγός, αυτοκίνητο, δρόμος. Αυτό.
Ανάβαση. Όρια Νομού Μεσσηνίας
Απότομοι βράχοι, έλατα, πεύκα, ρυάκια με νερό και πλατάνια στο τοπίο. Το ρούφηγμα των 2 διπλών και ο μπάσος ήχος της εξάτμισης ταράζουν την ηρεμία του βουνού.
Στάση στην πέτρινη βρύση. Τα γνωστά «τικ τικ» της ευτυχίας απ`τα μέταλλα. Το τοπίο με ταξιδεύει σε Targa Florio, στα «μεγάλα» Nürburgring και Spa, εκείνης της παλιάς πλην όμως ρομαντικής εποχής
Επιστροφή πίσω από το τιμόνι. Ακολουθούν απανωτές καμπές με ομαλό αλλά γλιστερό οδόστρωμα και σχετικά καλή ορατότητα, με την ιταλίδα να γλιστρά ελεγχόμενα δεξιά-αριστερά. Το χαμόγελο στα χείλη μου τείνει να γίνει μόνιμο. Φτάνουμε στο ψηλότερο σημείο της διαδρομής – 1500 μέτρα περίπου από την επιφάνεια της θάλασσας – πλέον αρχίζει η κατάβαση προς Αρτεμισία.
Η 1750 δείχνει στο στοιχείο της, απαλές κινήσεις στο τιμόνι και προοδευτικό πάτημα του γκαζιού και η κατάβαση συνεχίζεται.
Βγαίνοντας από το χωριό Αρτεμισία, σταματώ αριστερά δίπλα στην «ξαδέλφη» Fulvia. Εδώ και χρόνια τείνει να γίνει ένα με τη φύση, καθώς ξεκουράζεται κάτω από τον πλάτανο. Κρίμα. Θα`θελε πολύ να συντροφεύει την 1750 στις βόλτες της
Το οδόστρωμα τραχύ, ο γκρεμός δεξιά, καμπές με ανάποδη κλίση αλλά καλή ορατότητα, κάποια σημεία φοβίζουν. Ο πίσω άξονας της ιταλίδας θέλει να προσπεράσει τον εμπρός.
Σταθερό και επιβεβλημένο πάτημα του γκαζιού, μεταφορά βάρους στο πίσω άξονα και η ιταλίδα γλιστρώντας ελαφρά σημαδεύει την ευθεία που ακολουθεί και οδηγεί μέσα στη κοιλάδα του ποταμού Νέδοντα.
Δρόμος στενός, δεξιά τοιχάκι πέτρινο πριν το γκρεμό, αριστερά βράχος. Πέτρες στην άσφαλτο, το βουνό είναι ένας ζωντανός οργανισμός και φροντίζει να το υπενθυμίζει.
Φτάσαμε στους «5 δρόμους». Τέσσερις φουρκέτες που συνδέονται μεταξύ τους από πέντε ευθείες. Στην κορυφή εκκλησάκι και στο βάθος ο Μεσσηνιακός κόλπος και η Καλαμάτα
Πλησιάζω στο τέλος της διαδρομής και απλά αφήνω την ιταλίδα να τσουλήσει και να ξεκουραστεί, της το χρωστάω. Αυτή μου απαντά με τα γνωστά σκασίματα της εξάτμισής της, απ`την άκαυστη, στο άφημα του γκαζιού.
Κάθε φορά το ίδιο χαμόγελο. Η ίδια αίσθηση οδηγικής πληρότητας. Για 60 περίπου χιλιόμετρα «επικοινωνήσαμε» με το δικό μας τρόπο, πότε επιταχύνοντας, πότε επιβραδύνοντας, πότε υπερστρέφοντας, μερικές φορές γλιστρώντας και ίσως σε κάποια σημεία να φοβηθήκαμε, αλλά σίγουρα το ευχαριστηθήκαμε και οι δύο
Ως την επόμενη τέλεια διαδρομή…
Υ.Γ. Tο παραπάνω κειμένο ανήκει στον, “Big brother”, Τάκη Δημόπουλο τον οποίο και ευχαριστώ πάρα πολύ που μου το παραχώρησε και με μύησε από παιδί στον όμορφο κόσμο της οδηγικής απόλαυσης.
Photo: Τ. Δημόπουλος / 4Drivers.gr
Το 4Drivers δεν ταυτίζεται κατ΄ανάγκην με τις απόψεις των αρθρογράφων που φιλοξενεί, ενώ, ταυτόχρονα, ενθαρρύνει την ελευθερία γνώμης των contributors προς μια ευρύτερη αντίληψη της αυτοκίνησης.