Ο Σούλης ήταν ο σουλτάνος της απάτης σε τέσσερις τροχούς. Έγινε όνομα μεγάλο, βούτηξε, έδωσε, έκανε κόσμο χαρούμενο διά της παρανομίας. Αλλά δεν είχε happy end. Ένας αναγνώστης του 4Drivers γράφει το ελληνικό true story
Σημείωση: το παρακάτω κείμενο δεν είναι clopy right. Με σκόπιμη ανορθογραφία. Κύριε Παλιούρα, έχετε το λόγο
Πολλοί θεωρούν τη σημερινή εποχή ως την επιτομή των μετατροπών και βελτιώσεων. Αυτοκινητική χαρμπουργκεροποίηση που συνήθως πουλιέται και στο περίπτερο.
Όταν λοιπόν ακούω για μετατροπές, το μυαλό μου ταξιδεύει είκοσι χρόνια πίσω.
Το λεξικό του μυαλού μου σταματάει στο «Σ». Εκεί ‘οπου και εμφανίζεται η φωτογραφία του Σούλη, του Βασιλιά της παρανομίας των 90’s.
Aπό τα χέρια του φτιάχτηκαν τα γρηγορότερα, τα πιο παράνομα, τα πιο βρώμικα τετράτροχα που κυκλοφόρησαν ποτέ στην πιάτσα.
Aυτά που τραβούσαν σα μαγνήτης τα πλήθη στις κόντρες. Όπως και αυτά που γέμιζαν τα ράφια των τοπικών αρχών με καταγγελίες για ηχορύπανση και επίδειξη οδηγικών ικανοτήτων.
Ο Σούλης, ένας παρακμιακός τύπος μόλις είχε κλείσει το συνεργείο του, λόγω ασυνεπειών και λοιπών παρατυπιών. Είχε κακή φήμη και κανείς δεν τον ήθελε για δουλειά. Τον θεωρούσαν τεμπέλη και απατεώνα
Γυρνούσε με ένα ερειπωμένο μαυροκόκκινο Lead 50 ss το οποίο θεωρούσες πως θα σκορπίσει σε κάθε γκαζιά.
Με αυτό ξεκίνησε τη νέα του καριέρα όταν κάποιος του σφύριξε ότι υπάρχει ένας πιτσιρικάς που καίγεται για να αγοράσει ένα από τα τότε νεοφερμένα Golg GTI Mk2 και πληρώνει καλά.
Το κόκκινο το Golf, το GTI, το σταμπαρισμένο
Ο Σούλης είχε σταμπάρει καιρό ένα κόκκινο. Είχε περάσει από εκεί δυο-τρεις φορές και είχε κόψει κίνηση.
Η δουλειά φαινόταν παιχνιδάκι.
Περίμενε λίγο να σουρουπώσει, έβαλε κάτω από τη σέλα του ένα μακρύ ίσιο κατσαβίδι, ένα καρυδάκι δέκα, μια πένσα και μια μονωτική ταινία για να ενώσει τα καλώδια και ξεκίνησε για την πρώτη δουλειά του.
Με ελάχιστη δύναμη ο αφαλός του Golf βγήκε έξω, γύρισε το λαμάκι, συνέδεσε το πράσινο με το κόκκινο καλώδιο, ο KR γουργούρισε και, αφού άφησε το Lead μερικά μέτρα πιο πέρα, έφυγε σαν κύριος.
Την επόμενη μέρα πήγε με τα πόδια, πήρε το μηχανάκι και γύρισε εκεί που είχε κρύψει το αυτοκίνητο.
Αφού πήρε το κολάι και γλυκάθηκε με τα λεφτά, ο Σούλης, το μεγάλο λαμόγιο, τη μέρα γύριζε με το μηχανάκι και σταμπάριζε υποψήφιους στόχους, τους οποίους, ύστερα από ψάξιμο και μελέτη του χώρου, «χτυπούσε» το βράδυ.
Μαζί του κουβαλούσε πάντα την ατζέντα του που έγραφε τα υποψήφια θύματα. Μέρος, διεύθυνση, μοντέλο και πόσο επικίνδυνη ήταν η δουλειά. Ανάλογα έβγαζε και την ταρίφα.
Κάθε αυτοκίνητο που σήκωνε, το πήγαινε σε μια μικρή αποθήκη που ‘χε πίσω από το σπίτι του. Έπαιρνε τηλέφωνο και άλλους δύο φίλους του, κλεφτρόνια και αυτοί, που δεν είχαν όμως τα κότσια να πάνε στην ψύχρα να κλέψουν αμάξια, τους έδινε δέκα χιλιάρικα και το ίδιο βράδυ έβγαζαν κινητήρα, σασμάν, πλεξούδα, εγκέφαλο και έσπρωχναν τα κουφάρια, χαράματα σε ερημιές
Μετατροπή και άγιος ο Θεός
Διάφορα Astra F έγιναν δίλιτρα, Golf Mk3 έγιναν GTI, σεμνά και ταπεινά 30-άρια με ιμάντα έγιναν μελωδικά 6-κύλινδρα.
Aργότερα ο Σούλης επέκτεινε τις δραστηριότητες του. Άρχισε να κλέβει και μηχανάκια.
Πολλά από τα δυνατά αυτοκίνητα που πρωταγωνιστούσαν στις νυχτερινές πίστες, είχαν περάσει από τα χέρια του. Τον ήξεραν πια πολλοί και οι παραγγελιές πήγαιναν σύννεφο.
Αυτός, με τη μέθοδο του ριφιφί, έκλεβε περιουσίες και όνειρα με τέσσερις τροχούς από εύπορους η άτυχους γιάπηδες. Ως άλλος Ρομπέν των Δασών τα διέθετε σε θερμόαιμους γκαζοφίλ, οι οποίοι γινόντουσαν μάγκες και έκαναν τον κόσμο να παραμιλάει με το νέο γκάζι τους
Τα στέκια άλλαξαν, στα συνεργεία είχαν αρχίσει οι επισκέψεις από την ασφάλεια και οι καταγγελίες στο ΣΔΟΕ αναπτύχθηκαν σαν ντομάτες θερμοκηπίου.
Πολλοί έμαθαν την λέξη αυτόφωρο με δυσάρεστο και ατιμωτικό τρόπο. Η δουλειά μπήκε για λίγο στην κατάψυξη.
Η Boxster στην αυλή
Προς τα τέλη του ’99 και αφού είχε ήδη κλείσει σχεδόν μια δεκαετία σε απάτες και βρωμιές, ακροβατώντας στο τεντωμένο σχοινί της παρανομίας, του σφύριξαν για μια δουλειά με μεγάλο μεροκάματο.
Του έδειξαν μια Βoxster πίσω από μια αυλή με γκαζόν και σιντριβάνια.
Κοίταξε τη γερμανίδα με τα φουσκωμένα καπούλια και πιο πολύ ανησυχούσε για τις κάμερες και τους κηπουρούς, πάρα για το immobilizer και τα λοιπά κόλπα που δεν σκάμπαζε καλά.
Ο Σούλης υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι θα ήταν η τελευταία δουλειά του. Θα αποσυρόταν με τιμές αρχηγού κράτους
Εκείνο το βράδυ δεν πρόλαβε καν να αγγίξει το χερούλι της πόρτας
Η δουλειά ήταν στο μιλητό. Δύο τύποι τον πήραν στο κυνήγι και αφού του έριξαν όσο ξύλο δεν είχε φάει σ’ όλη του την ζωή, τον αφήσαν μπλε μαρέν.
Λίγο παραπέρα στο δρόμο έμεινε πεταμένη η κόκκινη κασετίνα με τα μικρά κατσαβίδια του ηλεκτρονικού που γύριζε τα πηνάκια από τις πόρτες. Ο σκηνοθέτης δεν είχε happy end.
Οι εποχές που περιλάμβαναν κατσαβίδι, αυτί και λιγότερο ”control alt και delete” έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.
Μαζί τους χάθηκαν αυτοκίνητα, περιουσίες, κάποιοι πλούτισαν, κάποιοι ακόμα διηγούνται για το δυνατό τετράτροχο που κάποτε είχαν στην κατοχή τους.
Εκατοντάδες καταγγελίες για κλεμμένα έμειναν στα αζήτητα. Και όσα βρέθηκαν, κατέληξαν σε αποθήκες του ΟΔΔΥ. Left for dead.
Η ακατανίκητη έλξη και η απληστία για την ταχύτητα, η λαγνεία του γρηγορότερου έρχεται να επιβεβαιωθεί με κάτι που κάποτε η τεράστια φιγούρα του Caroll Shelby είχε πει: «Η ιπποδύναμη ενός αυτοκινήτου είναι σαν τον τραπεζικό σου λογαριασμό. Πάντα θα την κοιτάς με αγωνία και ποτέ δε θα αρκεί»
Photo: Google
Το 4Drivers δεν ταυτίζεται κατ΄ανάγκην με τις απόψεις των αρθρογράφων που φιλοξενεί, ενώ, ταυτόχρονα, ενθαρρύνει την ελευθερία γνώμης των contributors προς μια ευρύτερη αντίληψη της αυτοκίνησης.