Εγώ και το Rallye. Mια σοβαρή εξομολόγηση

Post date:

Author:

Category:

Peugeot 106 rallye

 

Το ξυπνητήρι χυπά, είναι 6 και μισή. Σηκώνομαι, ντύνομαι, πίνω καφέ. Τα κλειδιά στο χέρι, οι διακόπτες στην τσέπη. Είναι στο γκαράζ και περιμένει γεμάτο βενζίνη από χθες. Εγώ κι αυτό.

Είναι ένα Αυγουστιάτικο Κυριακάτικο πρωινό και ο ήλιος είναι ήδη λαμπερός στην άδεια από κατοίκους πόλη.

Κατεβαίνω και το κοιτάω, λευκό, γυαλισμένο, τέλειο. Ένα απλό Rallye, για μένα συχνά γίνεται τα πάντα.

Το κοιτάω και απορώ… Πώς μπορώ να νιώθω συναισθήματα για μέταλλο, πλαστικά και λάστιχα; Με πιάνω να το καμαρώνω.

Ανοίγω την πανάλαφρη πόρτα από μαλακή γαλλική λαμαρίνα, απαλλαγμένη από κάθε τι περιττό, πηδώ την μπάρα του roll cage και σφηνώνω στο μαύρο bucket με τα ”αυτιά”.

Το ταμπλό έχει μείνει μισό, λίγα απαραίτητα aftermarket όργανα, ασφαλειοθήκη και κάτι διακόπτες, οι δύο κόκκινοι στην τσέπη μου.

Τους τοποθετώ, ρεύματα, τρόμπα, γυρίζω το κλειδί, πιέζω το κόκκινο κουμπί.

 Ο γαλλικός τετρακύλινδρος κροταλίζει ασυγχρόνιστα ελέω προγράμματος, αλλά ακούγεται όπως η ευτυχία.

Τέσσερις κύλινδροι, τέσσερις βαλβίδες και δύο ”χρονισμένα” έκκεντρα, συγχορδία για τον πιο γλυκό ήχο του κόσμου. Το δυναμόμετρο κάτω από το γραφείο σταμάτησε στα 135,8ps με πρόγραμμα, σκούπα και ολόσωμη εξάτμιση. Έστω, σχεδόν ολόσωμη, από δίχαλο και πίσω.

Ο καταλύτης στα παλιοσίδερα. Το ίδιο και όλες οι ταπετσαρίες και τα καθίσματα.

Γυμνό μέταλλο παντού, με το τούνελ και το πάτωμα να πυρώνει αφόρητα μετά τα πρώτα χιλιόμετρα. Το χειμώνα είναι παρηγοριά αφού το καλοριφέρ ξηλώθηκε. 

Το καλοκαίρι με σαγιονάρα τα εγκαύματα είναι εξασφαλισμένα, αλλά πάλι δεν το έφτιαξα για να το οδηγώ με δίχαλα. Η πανάκριβη κατάμαυρη μπαταρία ζυγίζει 5 κιλά και αντέχει για τρεις εκκινήσεις, αν δεν πάρει σπρώχνεις, κάθεται δε πίσω, τάχαμου πως βοηθά στις κατανομές.

Η δίαιτα, όμως, απέδωσε. Οι procomp σταμάτησαν στα 820 κιλά κάνοντάς με πολύ χαρούμενο, όντας βαθύτατα επηρεασμένος από τις θεμελιώδεις αρχές του μάστρο-Chapman.

Οι 14άρες ζάντες Peugeot Sport πατάνε πάνω σε semi slick που όταν πιάσουν θερμοκρασία λειτουργούν σαν velcro. Δίσκοι και υλικά τριβής είναι όλα άλλαγμένα, όπως και τα μαρκούτσια υψηλής.

Το κιβώτιο έχει short shift πυργολεβιέ, φαντασίωση από τα βίντεο με τον Ragnotti και κοντά σωθικά από 13, έτσι ώστε στα σφικτά φιδίσια κομμάτια να πυροβολάει.

Οι αναρτήσεις group Α κόστισαν τρία μηνιάτικα και κάνουν το αυτοκίνητο να στρίβει με την σκέψη ή τουλάχιστον έτσι βαυκαλίζομαι.

Κουμπώνω τις ζώνες τεσσάρων σημείων, σφίγγω τους ιμάντες και επιλέγω την πρώτη. Κατεβάζω την ασφάλεια του υδραυλικού χειρόφρενου και το αφήνω να επανέλθει στην ξεκλείδωτη θέση του.

Η 8βάλβιδη καρότσα αρχίζει να κινείται από το 16βάλβιδο μονόφυσσο μοτέρ που διψάει για στροφάρισμα. Το τιμόνι είναι δίμπρατσο με τρελό offset, κίτρινο κέντρο στην πάνω πλευρά της στεφάνης για να σημαδεύεις το apex και απολύτως καμία υποβοήθηση. Στο ξεπαρκάρισμα μπορεί να θέλει μπράτσα, αλλά φτιάχτηκε για να χαϊδεύει την άσφαλτο κι αυτό, ακριβώς, κάνει.

Βγαίνω νωχελικά Μεσογείων μέχρι τα ζουμιά του να πιάσουν θερμοκρασία. Στην 5η στάση Χολαργού με πιάνει το φανάρι. Ένα δικάβαλο RX-8 Cosmo έχει ανησυχίες πρωϊνιάτικα και ο σαραντάρης ιδιοκτήτης με κοιτά ελαφρώς προκλητικά. Tου απαντάω με δύο ξερογκαζιές αποδεχόμενος την πρόκληση, αφού από φιλοσοφιας ”ανοίγω” με ό,τι… Aκόμη, και αν το ”τζατζίκωμα” είναι a priori εξασφαλισμένο.

Κουμπώνω πρώτη, σηκώνω στροφές και χειρόφρενο και κλειδώνω στο φανάρι. Ακούω το γιαπωνέζικο περιστροφικό να βρυχάται. Με κοιτάζει, τον κοιτάζω κι εγώ κλεφτά και μετά ξανά το σκοτεινό πράσινο.

Το φανάρι ανάβει, αφήνω τον οριακά πατημένο συμπλέκτη κατεβάζω το χειρόφρενο, τα λάστιχα περιστρέφονται δύο-τρεις φορές με το χαρακτηριστικό στρίγκλισμα, βρίσκουν πρόσφυση και με εκτοξεύουν μπροστά.

Το μάτι στο shift light, αλλαγή σε δεύτερη μέσα στην δύναμη και ο ατάλαντος είναι ήδη μία καρότσα πίσω. Στο επόμενο φανάρι και μετά την καταδίκη είναι πιο φιλικός.

– ”Το έχεις πειράξει, ε;”

– ”Κάτι ψιλά… Μου ρίχνεις βέβαια καμιά 60αρια άλογα εξαιρουμένου όλων των άλλων…”

– ”Ναι αλλά είσαι πούπουλο.”

– ”Ναι, ναι”, συμφωνώ και φεύγω. ”Τι να σου εξηγώ τώρα…;

”Πως ο carbon άξονας μετάδοσης σου κοστίζει όσο όλο το αμάξι μου…” σκέφτομαι και συνεχίζω.

Στρίβω Παπάγου, βγαίνω προς Αττική οδό.

Στην ευθεία πριν την είσοδο όλα αλλάζουν το βουνό ξεκινά μπροστά, τα λάστιχα είναι ζεστά, ο καφές με έχει ξυπνήσει και ο δρόμος είναι άδειος. Εγώ και το Rallye. Εγώ και το όπλο.

Η 5η γίνεται 3η και το κατέβασμα στέλνει το δείκτη του στροφόμετρου στα ορεινά εκτοξεύοντας μας με όλη την δύναμη καταπάνω στις δύο απανωτές ανηφορικές φουρκέτες. Με 4η κρατιέμαι δεξιά, τρίτη τιμόνι, και τα σωθικά κολλάνε στο μπάκετ.

Ανοίγομαι αριστερά για την επόμενη, φρένα μέσα στην στροφή και νιώθω να στρίβω σαν σε ράγες. Οι δρόμοι στα βουνά γύρω από την πόλη φτιάχτηκαν για μένα κι αυτό.

Τιτιβίσματα, τζιτζίκια, ήχοι της φύσης υποκλίνονται στους πυροβολισμούς του group Ν τελικού που ήδη έχει πιάσει θερμοκρασία.

Στροφή με την στροφή, με νιώθει καλύτερα, ερχόμαστε πιο κοντά, το καταλαβαίνω πιο πολύ, το θυμάμαι και το νιώθω. Το φοβάμαι όλο και λιγότερο. Γινόμαστε κάτι συνεχές, ρευστό.

Μια στενωπός καταλήγει σε κατηφορική ευθεία που ξυπνά αναμνήσεις και μετά στο βάθος ξεκινούν οι φουρκέτες.

Η γνώση δίνει σιγουριά και η σιγουριά είναι γνωστός αρωγός σφαλμάτων. Πλησιάζω με πολλά, πέφτω στα φρένα, κατεβάζω, το πόδι στο γκάζι αλλά έχω παραπανίσια χιλιόμετρα. Ο κώλος με τον οικονομικό άξονα που φτιάχτηκε να ακολουθεί το τέλειο μπροστινό, ξεκολλάει και νιώθω την τρίτη πόρτα να με προσπερνάει από πίσω και δεξιά.

Τα πόδια χορεύοντας ”πεντοζάλι”, εκτελούν ένα ”άσε πάτα” -περισσότερο πανικού- και τα χέρια, ένα εκ των ενόντων ανάποδο, που αν το είχα σκεφτεί λίγο παραπάνω θα ‘θελα γερανό και μετά φανοποιείο.

Μ’ ένα μικρό χαστούκι ισιώνουμε και όταν αρχίζω να φοβάμαι συνειδητοποιώντας τι έγινε, είναι ήδη αργά, όλα έχουν τελειώσει.

Το βουνό έχει ακόμη αρκετό δρόμο μέχρι τα ραντάρ κι εγώ δεν χορταίνω κάθε εκατοστό. Νιώθω, απολαμβάνω. Υπέροχες ορμονικές αλληλουχίες διαταράσσουν το σώμα μου.

Οι ποδηλάτες στην επόμενη φουρκέτα με σιχτιρίζουν για την ταραχή και με μουντζώνουν, ασθμαίνοντας με ορθοπεταλιές στην ανηφόρα.

Γελάω καθώς σβήνουν ταχύτατα από τον καθρέπτη μου κερνώντας τους σκασίματα και επιβλαβή καυσαέρια.

Θα πάω πάνω ”γλεντώντας” κάθε στροφή και μετά θα κόψω ρυθμό απλά για να κρυώσει, λίγο πριν παρκάρω για την θέα, με τα ζεστά semi slick να κολλάνε χαλίκια από το πλάι του δρόμου.

Ύστερα, θα γυρίσω πιο ζωντανός, πιο ήρεμος, πιο πλήρης, χωρίς να χρειάζεται να το εξηγήσω σε κανέναν από τους δικούς μου. Ο κολλητός ο Λευτέρης το ζει πυροβολώντας τον Μερκούρη με το Elan. O Στελάρας στις παρατεταμένες του Διονύσου τα βδομαδιάτικα βράδια θυμίζει στον εαυτό του γιατί φτιάχτηκαν πραγματικά τα Carrera, πέρα από την έλξη κομμωτριών. Ο Βάγγος δεν απαντά ποτέ στο τηλέφωνο, αφού συνέχεια λιώνει τετράδες στο Βαρνάβα με το STi. Ο Μαρίνος την παραλιακή με το MR2 έχει ήδη σπάσει τρία VVT-i. Όλοι ξέρουν, συμπάσχουν, δεν χρειάζεται να μιλάμε. Νιώθουμε.

Θα φτάσω σπίτι, θα το βάλω στο γκαράζ και θα του κλείσω το μάτι και θα μείνει εκεί, μεταξύ μας, μέχρι την επόμενη φορά.

Κι αν πετύχω τους ποδηλάτες κατεβαίνοντας σε καμία από τις φουρκέτες θα το ”δέσω” για να το παντιλικώσω αρρωστημένα, για να με καταραστούν ακόμη πιο πολύ, καθώς τα μπούτια τους θα καίνε μέσα από τα καυτά, σέξι κολάν.

Αυτοί άλλωστε δεν πρόκειται να καταλάβουν ποτέ. Και είναι καλύτερα έτσι.

Photo: 4Drivers

Το 4Drivers δεν ταυτίζεται κατ΄ανάγκην με τις απόψεις των αρθρογράφων που φιλοξενεί, ενώ, ταυτόχρονα, ενθαρρύνει την ελευθερία γνώμης των contributors προς μια ευρύτερη αντίληψη της αυτοκίνησης.

Διαβάστε μας (και) στο Protagon

Ίσως να σ’ αρέσει