Απρίλιος του ’86, σε μια ζεστή, ανοιξιάτικη ημέρα, γεμάτη υποσχέσεις, στα Φάρσαλα. Ήμουν σχεδόν πέντε ετών και αυτή ήταν η Toyota Corolla DX 80. Ήταν η μέρα που με σημάδεψε
Είναι η εποχή που ο πατέρας μου αποφάσισε πως πρέπει να αποχωριστεί το αγαπημένο μας BMW 2002 για τις ανάγκες ενός τετράπορτου. Τι πιο φυσικό από μια γκρίζα, επίσης BMW, E30 318 του ’85, ελαφρώς μεταχειρισμένη;
Κι όμως, δεν ήταν και το πιο φυσικό για μένα. Περπατούσα ανάμεσα στα αυτοκίνητα της έκθεσης και με το χέρι μου χάιδευα λαμαρίνες, ρόδες και φανάρια. Μέχρι που την είδα.
Κατακόκκινη, με αστραφτερές ζάντες, αεροτομή, έτρεχε κιόλας στο Ακρόπολις μέσα στο παιδικό μου μυαλό. Δύο προβολείς μπροστά, τεράστια τετράγωνα φανάρια, επιβλητική όψη, έρωτας με την πρώτη ματιά. Την έλεγαν, λέει, Toyota Corolla DX80
Γέμισα δαχτυλιές την κερωμένη λαμαρίνα της καθώς την περιτριγύριζα μήπως και μπορέσω να ανοίξω κάποια από τις πόρτες της για να χορτάσω κι άλλο τα μάτια μου απ’ την ομορφιά της.
Κάπου εκεί, νιώθω δύο ίσκιους να με πλακώνουν. Ο πατέρας και ο πωλητής. Ο πρώτος με ρωτά τι μου αρέσει περισσότερο και του δείχνω την κόκκινη ομορφιά. Η ήπια αλλά ασυγκράτητη δυσαρέσκεια φάνηκε στα μάτια του πωλητή. «Έχει γούστο να μας χαλάσει ο μικρός την πώληση της μπέμπας», σα να σκέφτηκε.
Ο πατέρας, έσπασε χαμόγελο, μου κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι και ζήτησε από τον πωλητή να μας την παρουσιάσει. Ο πωλητής, φανερά εκνευρισμένος αλλά με τυπικό χαμόγελο, έσπευσε να φέρει τα κλειδιά.
Με το που άνοιξε την πόρτα της Corolla DX, εμφανίστηκε μπροστά μου ο χώρος που με σημάδεψε για μια ζωή. Με έπιασε αγκαλιά, με έβαλε προσεκτικά στο κάθισμα, κι εγώ, αποσβολωμένος, με την μυρωδιά του καινούργιου να ερεθίζει κάθε αισθητήρα του εγκεφάλου μου. Και, βέβαια, με το 180 στο κοντέρ να μου φαίνεται διαστημικό
«Αυτό θα πάρουμε, μπαμπά», αναφώνησα. Ενθουσιασμός και έκπληξη μπερδευόντουσαν στο λαιμό μου. «Αυτό σου αρέσει;», με ρωτά. Περισσότερο για να δείξει στον απαισιόδοξο πωλητή την απόφασή του. Παρά για να πάρει επιβεβαιώση από μένα.
Το καλοκαίρι, στο πρώτο μας ταξίδι, εγώ πίσω με τη λίγων μόλις μηνών αδελφή μου στο καθισματάκι της, τη μαμά να μας κοιτάει σχεδόν σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού και τον πατέρα μου να ρίχνει κλεφτές ματιές ικανοποίησης από τον μεσαίο καθρέφτη.
Επιτέλους, άνετο ταξίδι, ελαφρύ αυτοκίνητο, μεγάλο, ταξιδιάρικο, οικογενειακό. Αυτά ελεγε σε κάθε συζήτηση με τους υπόλοιπους συγγενείς και φίλους. Κι εγώ, να την κοιτάζω και να μην το πιστεύω ότι είναι στην αυλή μας.
Στην Corolla DX έμαθα να οδηγώ, να ταξιδεύω, να χαϊδεύω τα κλειδιά της στην χούφτα μου. Εκεί αγάπησα, εκεί ερωτεύτηκα για πρώτη φορά, εκεί εκνευρίστηκα, εκεί φώναξα, εκεί γνώρισα υπέροχα μέρη και όμορφους ανθρώπους, εκεί έκανα τον οδηγό αγώνων (πισωκίνητη, γαρ), αυτή χτύπησα πρώτη φορά άσχημα. Στην Corolla έκλαψα, εκεί πόνεσα, εκεί κοιμήθηκα αμέτρητα καλοκαιρινά βράδια.
Τη χάιδευα, την έπλενα, τη γυάλιζα, τη φρόντιζα και ξανά απ’ την αρχή. Και ο πατέρας να λέει χαριτολογώντας ότι «θα τη σαπίσω από το πολύ νερό»
Και τώρα ακόμη, που πληκτρολογώ αυτές τις γραμμές, έχω ένα «σκουπιδάκι» στο μάτι που δεν λέει να φύγει.
Δεκαοχτώ υπέροχα χρόνια, γεμάτα αναμνήσεις και όνειρα, γεμάτα αγάπη και χιλιόμετρα, αμέτρητα χιλιόμετρα.
Δυστυχώς, η Corolla DX δεν «έφυγε» όπως της άρμοζε. Κλάπηκε από τους τσιγγάνους του χωριού και κατέληξε σε σκραπ. Ναι, «έφυγε». Οι λαμαρίνες έχουν ψυχή. Τη δικιά μας ψυχή και όλων όσων ταξιδεύουν μαζί τους. Τόσα χρόνια τής γλυκομιλούσα και αυτή μου το ‘κανε το χατήρι. Πάντα. Έστω, και με λίγο σπρώξιμο στα τελευταία της. Χαλάλι της.
Δεν μπόρεσα ποτέ να ξεπεράσω αυτό το αυτοκίνητο. Πέρασαν πολλά, καλύτερα, πολύ καλύτερα, πολύ πιο ακριβά, πολύ πιο γρήγορα. Κανένα σαν κι αυτήν.
Photo: Αρχείο Κωνσταντίνου Χολέβα
Το 4Drivers δεν ταυτίζεται κατ΄ανάγκην με τις απόψεις των αρθρογράφων που φιλοξενεί, ενώ, ταυτόχρονα, ενθαρρύνει την ελευθερία γνώμης των contributors προς μια ευρύτερη αντίληψη της αυτοκίνησης.