Η Gallardo Superleggera, όπως λέει και το όνομά της, ήταν ελαφριά, επιθετική και σαφώς με περισσότερη χαρντκορίλα. Μόλις 618 «κομμάτια» κατασκευάστηκαν. Καλύτερα. Για λίγους και καλούς. Σπάνια τετρακίνητη ανάμνηση
Ωραίο, μαχητικό ανθρακί, σκούροι τροχοί, μπάκετ με «πλάτη» από ανθρακόνημα, αγωνιστικές ζώνες, ήχος και φθινοπωρινό φως. Τι άλλο να ζητούσες από εκείνη τη Lamborghini;
Μερικούς μήνες πιο πριν από εκείνο το ωραίο ταξίδι στην έδρα της Lamborghini, είχε παρουσιαστεί, το 2007, στη Γενεύη, η Gallardo Superleggera. Ουσιαστικά, η Gallardo ήταν το πρώτο δείγμα κατόπιν της εξαγοράς της ιταλικής εταιρείας από το γκρουπ της VW, στο παρακλάδι της Audi
Παρά τις τότε φωνές ορκισμένων ιταλόφιλων, η μετάβαση μάλλον έχει ήδη κριθεί ιστορικά επιτυχημένη. Ένα χρόνο πριν, το 2006, η Lamborghini πουλούσε μόλις 2.086 αυτοκίνητα ετησίως. Πολύ λίγα σε σχέση με τα +5.000 της Ferrari ή της Aston.
Η συνέχεια είναι γνωστή, όμως αυτό το άρθρο δεν είναι αφιερωμένο στους αριθμούς.
Αλλαγή ρότας
Η «απλή» Gallardo, το αυτοκίνητο στο οποίο βασίστηκε το 1ης γενιάς Audi R8, είχε πάρει τη σκυτάλη από την παλιά σχολή των ξεκάθαρα ιταλικών Lambo και έστρωνε το δρόμο για ό,τι ξέρουμε μέχρι σήμερα.
Με εμφανή βελτιωμένη κατασκευαστική ποιότητα, πιο συμπαγή αίσθηση στις λεπτομέρειες της καμπίνας και εμφανή στοιχεία διακριτικού τευτονικού δόγματος χωρίς ωστόσο να αλλοιώνουν το πνεύμα των Lamborghini
Αν είχε χάσει την ιδιαίτερη ιταλική χάρη; Την ιδιαιτερότητα μιας ρομαντικής ψυχής που κάποτε κόντραρε τον Ένζο Φεράρι;
Ίσως. Μπορεί όμως να ήταν και η σωτήρια λύση απέναντι στις χαμηλές πωλήσεις και ένα νομοτελειακό μαρασμό. Απόψεις.
Και η Gallardo Superleggera;
Χμμμ… Ε, ναι. Αυτή ήταν ένα διαφορετικό «ζώο».
Έχοντας τη μοναδική ευκαιρία να οδηγήσω τη Murcielago LP640, η ελαφρωμένη κατά 100 κιλά Superleggera έδειχνε μπροστά στη θηριώδη ”Murci” σα μαζεμένο hot hatch.
Σε μικρότερο βαθμό, ίσχυε και σε σχέση με την ομώνυμη «αδελφή» της, τη Gallardo.
Λίγο πριν την οδήγηση, στο χώρο με τα κλασικά υπεραυτοκίνητα της Lamborghini, στη Σαντ’Αγκάτα
Προσοχή, εδώ δεν υπάρχει οθόνη αφής ούτε ADAS. Παίξε μπάλα ελεύθερος από τα digital δεσμά
Καθαρόαιμο, μα την Αγία Αγάθη
Η Superleggera σε σχέση με την πιο «παλαιάς κοπής» Murcielago, ήταν πιο κοντή, μακράν πιο ευέλικτη, πιο νευρώδης από τις χαμηλές rpm και αισθητά στο στοιχείο της ακόμα και όταν ο δρόμος στένευε.
Με τη Murcielago ήθελες χώρο, απλωτή autostrada, ατέλειωτες τελικές στον ορίζοντα.
Με τη Gallardo Superleggera το έκανες κι αυτό αλλά μπορούσες να χωθείς στο μπάκετ, να υπολογίσεις πιο εύκολα τις άκρες του αμαξώματος, να ακούσει μέχρι και το μεδούλι σου τους οργισμένους 530 ίππους του V10 και να επιτεθείς με λύσσα
Στην περίπτωσή της είχε αναβαθμιστεί η εισαγωγή, η ECU, η εξαγωγή, ο άξονας μετάδοσης με ελαφρύτερο και, ως αποτέλεσμα, η συνολική αίσθηση να δημιουργεί εντονότερη ωμότητα. Τόσο σε ήχο όσο και απόκριση γκαζιού.
Oι αλλαγές επέτρεπαν πιο αυξημένες στροφές λειτουργίας χωρίς να επηρεαστεί αρνητικά η ροπή.
Το δε σασί φαινόταν αισθητά πιο άκαμπτο, ίσως και ελαφρώς ξερό. Για να βγει η δίαιτα των 100 κιλών σε σχέση με την «απλή» Gallardo, δεν είχαν κάνει τσιγκουνιές στο ανθρακόνημα – και δη σε μια εποχή που δεν ήταν τόσο διαδεδομένο όσο σήμερα
Έβαλαν, λοιπόν, carbon στο επίπεδο πάτωμα, στον πίσω διαχύτη, στα μονοκόματα και γυαλιστερά εσωτερικά πάνελ στα πλαϊνά των θυρών, στο κεντρικό τούνελ, μπήκε λεπτό διάφανο πολυκαρβονικό κάλυμμα του κινητήρα, ανθρακόνημα στη σταθερή πίσω αεροτομή και, όπως προαναφέρθηκε, στα δύο μπάκετ. Φουλ επίθεση
Ο τότε επικεφαλής του R&D, Mαουρίτσιο Ρετζάνι, είχε πείσει τα νέα αφεντικά πως όφειλαν να βάλουν το χέρι βαθιά στην τσέπη και να δικαιώσουν τη βαριά κληρονομιά, απ΄τα χρόνια που η Carozzeria Touring Superleggera, έδινε την έμφαση στη μείωση βάρους με εκείνη τη θρυλική 350 GT του 1964.
Μ’ αυτά στο πίσω μέρος του εγκεφάλου, χώθηκα, δέθηκα, άγγιξα τα εκτάρια από αλκαντάρα, κλίκαρα το paddle του εξατάχυτου e-Gear που θύμιζε κάτι από τις «κλωτσιές» SMG αντίστοιχης χρονικής περιόδου και ξεκίνησα το πάνω-κάτω
Τα viscous coupling, το «γρέζι», η μηχανική αίσθηση είναι μέρος μιας πιο φυσικής, επουδενί ψηφιακής εμπειρίας
Η Gallardo Superleggera σε έβαζε στο κέντρο της συνδεσιμότητας.
Έχοντας οδηγήσει και Gallardo εντός ελληνικού εδάφους, η Superleggera ήταν αισθητά πιο ωμή, πιο απόλυτη σε απόσβεση, πιο έντονη ηχητικά (τα μονωτικά υλικά είχαν περιοριστεί για μείωση βάρους), πιο ακαριαία στην αλλαγή κατεύθυνσης, σαφώς πιο μαχητική. Όπως, αντίστοιχα, ένα GT3 σε σχέση με ένα Carrera S.
Τα φθινοπωρινά φύλλα αναστατώνονταν στο πέρασμά της Superleggera, ο ήχος από τον V10 ταρακουνούσε το κόκπιτ και αντηχούσε στους γύρω λόφους με τα συνεχή ανεβοκατεβάσματα στο κιβώτιο. Όλα συνιστούσαν μια ιδιαίτερη, ακραία εμπειρία που διατάρασσε την ηρεμία της ιταλικής επαρχίας
Όμως ακόμα και οι λίγοι περαστικοί δεν έδειχναν να ενοχλούνταν. Μια Lamborghini, ανθρακί και «κακή», με μερικούς δημοσιογράφους που ζούσαν τον έρωτά τους με ένα ειδικό, εστιασμένο supercar της εποχής, ήταν θέαμα προς συγκατάβαση και όχι προς panic button. Άλλες εποχές, ίσως
Aν άξιζε την αυξημένη κατά 20% τιμή κτήσης σε σχέση με την «απλή» Gallardo;
Για τον συνειδητοποιημένο βενζινοαίματο, βάλτε μέσα και τον track addict, η απάντηση είναι ξεκάθαρα καταφατική.
Αν εξαιρούσες τα φρένα που παρέμεναν ένα σημείο που υπολειπόταν του συνόλου (σ.σ. υπήρχαν στον προαιρετικό κεραμικά), η Superleggera αποτύπωνε την προσπάθεια των μηχανικών να αποδώσουν το μέγιστο σε σχέση με μία ”full-fat” Gallardo.
Τα Pirelli P Zero Corsa παρείχαν πολλή πρόσφυση αλλά όχι εις βάρος της ρυθμισιμότητας. Το ESP, διακριτικό και σωστό στο να σου μειώσει μια αρχική τάση ελάχιστης υποστροφής σε γλιστερό τάπητα, αφ’ ης στιγμής το απενεργοποιούσες απελευθέρωνε όλη τη λεπτότητα του καλοζυγισμένου σασί και ενός ατμοσφαιρικού συνόλου που εξαντλούσε το στροφόμετρο καθώς ήσουν μέσα στο apex
Cool down
Τι ήταν τελικά η Lamborghini Gallardo Superleggera;
Παρά τη συχνή ταύτιση της «απλής» με ένα νέο κύμα αγοραστών που έβαζαν την «πόζα» μπροστά από την ουσία της κατοχής ενός supercar της εποχής (άρα υποτιμώντας το), η Superleggera ξεκαθάριζε τον ευκαιριακό από τον γνώστη.
Παρότι δεν είμαι ο πιο φανατικός φίλος των Lambo, αυτές οι τελευταίες 1.500 rpm θα μου μείνουν χαραγμένες. Όπως επίσης η αγωνιστική εσάνς, η τελειότητα ενός αναλογικού και μηχανικού κεντρομήχανου, η απουσία αδράνειας
Ναι, ήταν τόσο καλή όσο το να τη συμπεριλάβεις στις τάξεις ειδικών, ελαφρωμένων κατασκευών της εποχής, όπως τα CS της Ferrari, τα RS της Porsche.
Άξια και τιμημένη Superleggera. Kρίμα στο λαιμό όσων σε μπέρδεψαν. Πάλι καλά που βγήκαν μόλις 618 «κομμάτια».
Κινητήρας | 5.0 lt, βενζινοκινητήρας, δεκακύλινδρος, διάταξη V, «ατμοσφαιρικός» |
Κιβώτιο | Αυτόματο (6 σχέσεων) |
Μετάδοση | Tετρακίνηση |
Ισχύς | 530 PS |
Ροπή | 510 Nm |
Επιτάχυνση | 0-100 km/h σε 3,8'' |
Τελική ταχύτητα | 315 km/h |
Βάρος | 1.330 kg |
Photo: lamborghini.com / Επ. Κοτσούκης / Top Gear
Το 4Drivers δεν ταυτίζεται κατ΄ανάγκην με τις απόψεις των αρθρογράφων που φιλοξενεί, ενώ, ταυτόχρονα, ενθαρρύνει την ελευθερία γνώμης των contributors προς μια ευρύτερη αντίληψη της αυτοκίνησης.